- μελοδραματοποιός
- ο композитор, пишущий оперы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελοδραματοποιός — ο ο συνθέτης μελοδραμάτων ή συγγραφέας κειμένου μελοδράματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελόδραμα + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
μελοδραματοποιώ — 1. είμαι συνθέτης μελοδραμάτων ή είμαι συγγραφέας κειμένου μελοδράματος 2. εκθέτω κάτι με μελοδραματικό τρόπο, υπερβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελοδραματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο περ. Εβδομάς] … Dictionary of Greek